- αλωνάρης
- ο1. που αλωνίζει με ζώα, αλωνιστής (βλ. λ.).2. ως κύρ. όνομα, Αλωνάρης ο μήνας Ιούλιος, κατά τον οποίο γίνεται το αλώνισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλωνάρης — ο 1. ο αλωνιστής* 2. (ως κύριο όνομα) ο μήνας Ιούλιος γιατί τότε γίνεται το αλώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάλ. άρης. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. αλώνι και χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία τού Ιουλίου λόγω τού αλωνισμού τών… … Dictionary of Greek
αλωναριάζομαι — [αλωνάρης] παθαίνω ηλίαση κατά τον μήνα Ιούλιο, τον Αλωνάρη … Dictionary of Greek
αλωνιστής — I ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια 2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός]. II ο [αλωνεύω] 1. ο αλωνιστής* 2. ο αλωνάρης, ο… … Dictionary of Greek
αλωναριάτικος — η, ο [αλωνάρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αλωνάρη, στον μήνα Ιούλιο … Dictionary of Greek